Το Επιγραφικό Μουσείο συμμετέχει στο ερευνητικό έργο APSIM τίτλο «Εφαρμογές εντοπισμένης προσομοίωσης» στο πλαίσιο της Δράσης Εθνικής Εμβέλειας «Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ» που στοχεύει στην δημιουργία μιας ολοκληρωμένης προσομοίωσης για την προβολή των πολιτισμικών χώρων με την χρήση καινοτόμων τεχνολογιών εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας.
Η εφαρμογή αυτή υλοποιήθηκε από τις πληροφορίες που λαμβάνουμε από την ενεπίγραφη στήλη, που περιλαμβάνει τις προδιαγραφές για την οικοδόμηση της «σκευοθήκης του Φίλωνος», επιμήκους οικοδομήματος (μήκους 18 Χ 131 μ,) στον Πειραιά, όπου φυλάσσονταν τα κρεμαστά εξαρτήματα των πολεμικών πλοίων. Η επιγραφή βρέθηκε το 1882 στη βόρεια πλευρά του λιμανιού της Ζέας. Χρονολογείται στα μέσα 4ου αι. π.Χ. και εκτίθεται στην αίθουσα 9 του Επιγραφικού Μουσείου.
Στην επιγραφή προσδιορίζονται οι προδιαγραφές και οι όροι για την οικοδόμηση της σκευοθήκης (συνγραφαί) από τον αρχιτέκτονα Φίλωνα, που την σχεδίασε, και τον συνεργάτη του Ευθύδομο. Τα βασικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής μορφής του οικοδομήματος περιγράφονται με τόση ακρίβεια στην επιγραφή, σε συνδυασμό με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του κτηρίου που αποκάλυψε η ανασκαφική έρευνα στο λιμάνι της Ζέας, κατέστησαν δυνατή την σχεδιαστική αναπαράστασή του.
Το 1988-89 η ανασκαφική έρευνα επιβεβαίωσε, αλλά και διευκρίνισε, όσα περιγράφονταν στην επιγραφή. Στη ΒΑ πλευρά του λιμανιού της Ζέας ήρθαν στο φως τα κατάλοιπα μιας επιμήκους κατασκευής που παρουσίαζε ομοιότητα ως προς την αρχιτεκτονική μορφή και τις διαστάσεις με εκείνες που περιγράφονταν στην επιγραφή, ώστε δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για την ταύτιση του οικοδομήματος. Πρόκειται για ένα επίμηκες ορθογώνιο οικοδόμημα με αέτωμα και δωρική ζωφόρο, ξύλινη στέγη και δύο θυραία ανοίγματα σε κάθε μία από τις στενές πλευρές της. Το εσωτερικό της αποτελούσε μία κλειστή στοά που χωριζόταν με δύο πεσσοστοιχίες σε τρία κλίτη, εκ των οποίων τα δύο πλευρικά ήταν διώροφα και διέθεταν ράφια για την τοποθέτηση των κρεμαστών εξαρτημάτων των πολεμικών πλοίων, δηλ. σχοινιών, ιστίων, υφασμάτων κ.α.
Το κτήριο σκοπίμως σχεδιάσθηκε σε τόσο εντυπωσιακό μέγεθος, ώστε να ανταποκριθεί στις υπάρχουσες, αλλά και στις μελλοντικές ανάγκες του πολεμικού λιμένος της Αθήνας.
Η τεχνολογία εντοπισμένης προσομοίωσης υλοποιήθηκε στο Επιγραφικό Μουσείο. Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία επαυξημένης πραγματικότητας (ΑR), οι επισκέπτες αποκτούν τη δυνατότητα, κάνοντας χρήση της ψηφιακής εφαρμογής μέσα από μια φορητή συσκευή (το προσωπικό τους smartphone), να δουν το εξωτερικό και το εσωτερικό του κτηρίου της Σκευοθήκης του Φίλωνος, όπως ήταν στην αρχαιότητα. Επίσης, μέσω της εφαρμογής εικονικής πραγματικότητας (VR), οι επισκέπτες μπορούν, με τη βοήθεια ειδικού εξοπλισμού, να περιηγηθούν στο εσωτερικό του κτηρίου, αλλά και γύρω από αυτό, παρέχοντας μια νέα εμπειρία επίσκεψης.
Η Σκευοθήκη του Φίλωνος
Το 347 π.Χ. οι Αθηναίοι αποφάσισαν την κατασκευή στον Πειραιά ενός οικοδομήματος όπου θα φυλάσσονταν τους χειμερινούς μήνες τα κρεμαστά εξαρτήματα των πολεμικών πλοίων, όπως ιστία, σχοινιά, σκάλες και τέντες. Το κτήριο που ονομαζόταν σκευοθήκη, σχεδίασαν οι Αρχιτέκτονες Φίλων και Ευθύδομος. Ήταν ένα oρθογώνιο κτίριο μήκους 130 μέτρων και πλάτους 18 μέτρων στο λιμάνι της Ζέας, μεταξύ των νεωσοίκων και της Αγοράς που σχεδίασε ο Ιππόδαμος. Είχε ξύλινη στέγη, ενώ το δάπεδο και οι τοίχοι της ήταν από μάρμαρο. Οι δύο είσοδοι του κτηρίου, στα ΒΔ και ΝΑ αντίστοιχα, κοσμούνταν με αέτωμα και δωρική ζωφόρο και έκλειναν με δύο χάλκινες θύρες. Το κτήριο κατατάσσεται από τους αρχαίους συγγραφείς μεταξύ των επιφανεστέρων οικοδομημάτων της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Η απόφαση για την κατασκευή του σπουδαίου έργου εξυπηρετούσε δύο κύριους σκοπούς: αφενός την αναβάθμιση των ναυτικών εγκαταστάσεων στα πλαίσια της αύξησης και αναδιοργάνωσης του Αθηναϊκού στόλου και αφετέρου, την προβολή της ναυτικής δύναμης της Αθήνας.
Το εσωτερικό του κτιρίου
Στο εσωτερικό της η Σκευοθήκη χωριζόταν κατά μήκος σε τρία τμήματα με δύο σειρές πεσσών, δηλαδή ορθογωνίων υποστηλωμάτων. Το μεσαίο τμήμα ήταν ένας διάδρομος και στα δύο πλευρικά, που ήταν διώροφα, αποθηκεύονταν ταξινομημένα σε ράφια τα εξαρτήματα των τριήρων: ιστία, σχοινιά, σκάλες, τέντες. Στην κάθε πλευρά του κτηρίου υπήρχαν 36 παράθυρα για φως και εξαερισμό. Το κτήριο εξυπηρετούσε ένα σκοπό: να καταδείξει την διαφάνεια και την χρηστή διοίκηση του αθηναϊκού ναυτικού, καθώς όποιος πολίτης το επισκεπτόταν, θαύμαζε την άψογη συντήρηση των κρεμαστών εξαρτημάτων των πλοίων, απόδειξη της καλής διαχείρισης του δημόσιου χρήματος.
Η σχεδιαστική αναπαράσταση της σκευοθήκης έγινε δυνατή χάρις στις πληροφορίες που παρέχει μια επιγραφή σε μαρμάρινη στήλη του έτους 346 π.Χ. Στην επιγραφή, που εκτίθεται στο Επιγραφικό Μουσείο, δίδονται οι προδιαγραφές και οι όροι που προσδιόρισαν οι αρχιτέκτονες Φίλων και Ευθύδομος για την οικοδόμηση της σκευοθήκης και περιγράφονται με ακρίβεια και λεπτομέρεια τα βασικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής μορφής του οικοδομήματος. Τα περιγραφόμενα στην επιγραφή επιβεβαίωσε η ανακάλυψη το 1988 καταλοίπων του κτηρίου στη ΒΑ πλευρά του λιμανιού της Ζέας.